- πολυτρόχαλος
- -ον, ΜΑαυτός που βρίσκεται σε αδιάκοπη, διαρκή κίνηση, θορυβώδης («πολυτρόχαλοι ἀγοραί», Χριστόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + τροχαλός (< τροχός < τρέχω), πρβλ. ποδο-τρόχαλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυτροχάλοισιν — πολυτρόχαλος in constant motion masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)